- σκυλί
- το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος]σκύλοςνεοελλ.1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι)2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, ακούραστος, ακατάβλητος («είναι σκυλί στη δουλειά του»)β) εξαγριωμένος, οργισμένος («έκανε σαν λυσσασμένο σκυλί»)3. (ιδιωμ.) α) λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια χαμηλής ποιότηταςβ) άτομο που συχνάζει σε νυχτερινά λαϊκά κέντρα διασκέδασης με μουσική κατώτερης ποιότητας4. φρ. α) «κακό σκυλί» — άνθρωπος σκληρός άκαμπτοςβ) «τόν σκότωσαν [ή πήγε] σαν το σκυλί στο αμπέλι» — τόν σκότωσαν ή δολοφονήθηκε χωρίς να γίνει γνωστός ο φονιάς και οι συνθήκες τού φόνουγ) «ψόφησε [ή πέθανε] σαν το σκυλί» — πέθανε σε άθλιες συνθήκες, χωρίς να έχει καμιά περίθαλψηδ) «δουλεύει σαν το σκυλί» — εργάζεται ακούραστα και αγόγγυσταε) «είναι σκυλί μοναχό» — είναι ικανότατος και ακούραστοςστ) «δεν γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του» — λέγεται για μεγάλη αταξία και ακαταστασίαζ) «μέ έκανε σκυλί» — μέ εξαγρίωσεη) «είναι σκυλί εναντίον μου» — είναι πολύ θυμωμένος μαζί μουβ) «τόν πέρασε από τού σκυλιού το άντερο» — τόν έβρισε με χυδαίο τρόπο, τόν εξευτέλισε1) «τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» — λέγεται για να δηλώσει παλαιότερα ευτυχισμένα χρόνια μεγάλης ευημερίας5. παροιμ. «(το) κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» — οι κακοί άνθρωποι είναι μεγάλης αντοχής και μακροβιότητας.
Dictionary of Greek. 2013.